ἐξωφόρος

ἔξωχρος

ἕο
ἔξ·ωχρος, ος, ον, tout à fait pâle, Arstt. H.A. 9, 50, 2 ; Th. H.P. 4, 6, 3.
Étym. ἐξ, ὠχρός.