ἐξωκεανισμός

ἐξώκοιτος

ἐξώλεια
ἐξώ·κοιτος, ου () poisson de mer qui vient dormir à terre, Th. fr. 171 ; El. N.A. 9, 36 ; Opp. H. 1, 158.
Étym. ἔξω, κοίτη.