Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαιηφάγος
γαιοδάτης
γαιομέτρης
γαιο·δάτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] qui partage les terres,
Call.
fr. 158
(
correct.
p.
γαιοδότης,
qui donne des terres).
Étym.
γαῖα, δαίω
.