γαλάκτιον

γαλακτίς

γαλακτισμός
γαλακτίς, ίδος () [γᾰ]
1 c. τιθύμαλλος, Aét. 1, p. 23, 40 ||
2 ἡ γ. πέτρα c. γαλακτίτης λίθος, Orph. Lith. 2, 11.