γαλακτόχροα

γαλακτόχρως

γαλακτώδης
γαλακτό·χρως, ωτος (ὁ, ἡ) [γᾰ] de la couleur du lait, Philyll. et Nausicr. (Ath. 110f, 330b).
Étym. γάλα, χρώς.