γαληνιάζω

γαληνιάω-ῶ

γαληνίζω
γαληνιάω-ῶ [γᾰ] être calme, être serein, Opp. C. 1, 115 ; Anth. 9, 208 ||
E Part. prés. fém. épq. γαληνιόωσα, Anth. 5, 35.
Étym. γαλήνη.