Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαληνιόωσα
γαληνισμός
γαληνός
γαληνισμός,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰ
] calme, sérénité,
Epic.
(
DL.
10, 83
).
Étym.
γαληνίζω
.