Γαληνός

γαληνότης

γαληνῶς
γαληνότης, ητος () [] sérénité, c. γαλήνη, Sext. P. 1, 10 ; postér. titre de respect : (Votre) Sérénité, Bas. 4, 345 c Migne.
Étym. γαληνός.