γαμμοειδῶς

γαμοδαίσια

γαμοκλοπέω-ῶ
γαμο·δαίσια, ων (τὰ) [γᾰ] s. e. ἱερά, cérémonie nuptiale, El. N.A. 12, 34.
Étym. γάμος, δαίω.