γαστρόφιλος

γαστροφορέω-ῶ

γαστροχάρυϐδις
γαστρο·φορέω-ῶ (seul. impf. ἐγαστροφόρουν) porter dans son ventre, en parl. d’une bouteille, Anth. 9, 232.
Étym. γαστήρ, -φόρος de φέρω.