γελγιδόομαι-οῦμαι

γέλγις

γελγοπωλέω-ῶ
γέλγις, ιδος ou mieux -ιθος () [] Anth. 6, 232, ou γελγίς, ίδος () Th. C.P. 6, 10, 7, gousse d’ail ||
E Acc. pl. τὰς γέλγεις, Th. C.P. 1, 4, 5.