γελοιαστής

γελοιάω-ῶ

γελοίϊος
γελοιάω-ῶ (seul. part. ao. fém. γελοιήσασα, Hh. Ven. 49 ; pour l’impf. γελοίων, v. γελάω, fin) c. γελάω.