γέλος

γελοωμιλία

γελόωντες
*γελο·ωμιλία, seul. ion. -ίη, ης () [μῐ] société pour rire, p. opp. à κλαιωμιλίη, Anth. 9, 573.
Étym. γέλως, ὁμιλία.