γελωτοποιΐα

γελωτοποιός

γελώων
γελωτο·ποιός, ός, όν, qui provoque le rire, Eschl. fr. 179 ; subst. ὁ γ., bouffon, Xén. Conv. 4, 11 ; An. 7, 3, 33 ; Plat. Rsp. 620c ; Pol. 31, 4, 8 ; Ath. DS.
Étym. γέλως, ποιέω.