γερανῖτις

γερανοϐοτία

γερανογέρων
γερανο·ϐοτία, ας () [ρᾰ] troupe de grues qui cherchent leur pâture, Plat. Pol. 264c (ms. -ϐωτία).
Étym. γέρανος, βόσκω.