γεύστης

γευστικός

γευστός
γευστικός, ή, όν, apte à goûter ; τὸ γ. αἰσθητήριον, Arstt. An. 2, 10, 5 ; ou ἡ γ. δύναμις, A. Aphr. le sens du goût.
Étym. γεύω.