γεωμέτρης

γεωμετρία

γεωμετρικός
γεωμετρία, ας () arpentage, géométrie, Luc. Nigr. 2 ; au plur. Plat. Men. 76a ||
E Ion. γεωμετρίη, Hdt. 2, 109 ; dat. pl. -ίῃσι, Man. 4, 129.
Étym. γεωμέτρης.