γιγάντιος

γιγαντολέτης

γιγαντολέτις
γιγαντ·ολέτης, ου () [] destructeur des Géants (Zeus, Luc. Philopatr. 4 ; Bacchus, Anth. 9, 524 ; Apollon, ibid. 525).
Étym. γίγας, ὀλε- d’ὄλλυμι.