γιγαντολέτωρ

γιγαντομαχία

γιγαντόραιστος
γιγαντο·μαχία, ας () [γῐμᾰ] combat ou guerre des Géants, Plat. Rsp. 378c ; Soph. 246a ; Plut. Ant. 60, etc.
Étym. γίγας, μάχη.