γιγαντόραιστος

γιγαντοφόνος

γιγαντοφόντις
γιγαντο·φόνος, ος, ον [] meurtrier des géants, Eur. H.f. 1191 ; Nonn. D. 1, 516.
Étym. γίγας, φεν- de πεφνεῖν.