Γίγας

γιγγίδιον

γιγγίς
γιγγίδιον, ου (τὸ) sorte de petite rave (Daucus gingidium L.) Diosc. 2, 167 ; Gal. 6, 364e ; 13, 166 ; etc.
Étym. dim. du suiv.