γιγγλυμοειδῶς

γίγγλυμος

γιγγλυμόω-ῶ
γίγγλυμος, ου, mieux que γιγγλυμός, οῦ ()
I charnière, Héron Aut. 263 ||
II p. anal.
1 articulation des membres, Hpc. 411, 12 ; Arstt. An. 3, 10, 9 ||
2 emboîture d’une cuirasse, Xén. Eq. 12, 6.