Γίνδανες

γίννος

γίνομαι
γίννος, ου ()
1 mulet mal venu ou né d’une jument malade, Arstt. H.A. 7, 24, 2 ; G.A. 2, 8, 24, etc. ||
2 cheval rabougri, rosse, Str. ||
E Var. γῖνος, γιννός, ἵννος, ἶννος, ἴννος, ἰννός, ὕννος.
Étym. probabl. pré-grec.