γλάζω

γλακτοφάγος

γλαμυρός
γλακτο·φάγος, ος, ον [φᾰ] qui vit de lait, Il. 13, 6 ; οἱ Γλακτοφάγοι, Hés. fr. 189 Göttling, litt. les mangeurs de laitage, peuplade scythe.
Étym. Cf. γαλακτοφάγος et γαλακτοπότης.