γλαυκιάω-ῶ

γλαυκίδιον

γλαυκίζω
γλαυκίδιον, ου (τὸ) [ῑδ] c. γλαυκινίδιον, Antiph. (Ath. 295d, 662b).
Étym. dim. de γλαῦκος.