γλαυκίζω

γλαυκινίδιον

γλαύκινος
γλαυκινίδιον, ου (τὸ) [ῑῐδ] petit glaucin, poisson de mer bleuâtre, Amphis (Ath. 295f).
Étym. *γλαυκῖνος ; cf. le suiv.