γλάνος

γλάξ

γλαρίς
γλάξ, ακός () plante à suc laiteux, EM. 232, 38 ; Ps.-Zonar. 439 ; Arc. 125, 5 ; par correct. p. γλαύξ, Diosc. 4, 141 ; Gal. 13, 166.
Étym. cf. γλαύξ III.