γλεῖνος

γλευκαγωγός

γλεύκινος
γλευκ·αγωγός, ός, όν [] qui sert à transporter du vin doux (outre de cuir), Phérécr. (Poll. 7, 193).
Étym. γλεῦκος, ἀγαγεῖν.