γλευκοπότης

γλεῦκος

γλέφαρον
γλεῦκος, εος-ους (τὸ)
1 vin doux, Arstt. Meteor. 4, 3, 13 ; Nic. Al. 184, 299 ; Geop. 19, 9 ; etc. ; fig. γλ. τῆς ἡλικίας, Clém. 178, la fougue de la jeunesse ||
2 douceur, Arstt. Probl. 22, 12.
Étym. Cf. γλυκύς.