γλῖνος

γλινώδης

Γλίσας
γλινώδης, ης, ες, gluant, visqueux, Geop. 2, 6, 35 et 41 (ms. γληνώδης) ; Sch.-Nic. Th. 471.
Étym. γλίνη, matière gluante, Suid., -ωδης.