γλοιόω-ῶ

γλοιώδης

γλοιωδῶς
γλοιώδης, ης, ες, gluant, visqueux, Hpc. 1207f ; Diosc. 2, 202 ; M. Ant. 8, 24 ; τὸ γλοιῶδες, Th. H.P. 5, 4, 1, humeur visqueuse.
Étym. γλοιός, -ωδης.