γλυκύφωνος

γλυκύχυλος

γλυκυχυμία
γλυκύ·χυλος, ος, ον [ῠῠῡ] qui donne un jus doux, Hpc. 1278, 44 ; Xénocr. Al. 24, 30 et 63.
Étym. γλ. χυλός.