γλυκυκαρπέω-ῶ

γλυκύκαρπος

γλυκύκρεως
γλυκύ·καρπος, ος, ον [ῠῠ] qui porte de doux fruits, Thcr. Idyl. 11, 46 ; Corn. 55.
Étym. γλ. καρπός.