γλυκυφαγία

γλυκύφυτον

γλυκυφωνία
γλυκύ·φυτον, ου (τὸ) [ῠῠῠ] réglisse (cf. γλυκύρριζα) Diosc. 3, 5.
Étym. γλ. φυτόν.