γλυκυπότης

γλυκύρριζα

γλυκυρρίζη
γλυκύ·ρριζα, ης () [ῠκ] réglisse (litt. racine douce), Diosc. 5, 73 ; Gal. 2, 88a ; Antyll. (Orib. 2, 439).
Étym. γλ. ῥίζα.