γλύσσων

γλύφανος

γλυφεῖον
γλύφανος, ου () [ῠᾰ] instrument pour tailler ou graver, ciseau, burin, Hh. Merc. 41 ; Thcr. Idyl. 1, 28 ; γλ. καλάμου, Anth. 6, 63, canif.
Étym. γλύφω.