γλωσσαλγέω-ῶ

γλωσσαλγία

γλωσσαλγίας
γλωσσαλγία, ας () démangeaison de parler, bavardage sans fin, Eur. Med. 525 ; Andr. 690 ; Plut. M. 510a ; Phil. Clém. etc.
Étym. γλῶσσαλγος.