γλωσσοχαριτέω-ῶ

γλωσσώδης

γλῶττα
γλωσσώδης, ης, ες, bavard, Spt. Ps. 139, 12 ; Sir. 8, 3 ; 9, 18.
Étym. γλῶσσα, -ωδης.