γνάφαλος

γναφαλώδης

γναφεύς
γναφαλώδης, ης, ες, semblable à la plante γνάφαλον, c. à d. cotonneux, Diosc. 3, 37 ; Ruf. (Orib. 2, 215 Buss.-Dar.).
Étym. γνάφαλον, -ωδης.