Γναθαίνιον

γναθμός

γνάθος
γναθμός, οῦ () mâchoire (d’homme ou d’animal), Il. 13, 671 ; 16, 405 ; Od. 16, 175 ; Eur. Hipp. 1223 ; au plur. Od. 18, 29 ; Eur. Med. 1201 ; pour la loc. ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, v. ἀλλότριος.
Étym. poét. c. le suiv.