γνωμίδιον

γνωμιδιώτης

γνωμικός
γνωμιδιώτης, ου () [ῐδ] amateur de sentences, Crat. fr. 155 (ms. ; sel. Mein. γνωμιδιώκτης, coureur de sentences, de γνώμη, διώκω).
Étym. γνωμίδιον ; pour le suff. -ωτης cf. ἰδιώτης.