γνωμικῶς

γνωμολογέω-ῶ

γνωμολογητέον
γνωμο·λογέω-ῶ, parler par sentences, Arstt. Rhet. 2, 21, 1 ; Rhet. Al. 33, 9.
Étym. *γνωμολόγος de γνώμη, λέγω.