γνωμοτυπικός

γνωμοτύπος

γνώμων
γνωμο·τύπος, ος, ον [] qui forge des sentences, sentencieux, Ar. Ran. 877, Nub. 950 ; Arstt. Rhet. 2, 21, 9.
Étym. γνώμη, τύπτω.