γουττᾶτον

γοώδης

Γρααῖοι
γοώδης, ης, ες, gémissant, plaintif, Arstt. H.A. 9, 12, 4 ; Luc. Halc. 2 ||
Sup. -έστατος, Plat. Leg. 800d.
Étym. γόος, -ωδης.