Γραῖαι

γραΐδιον

γραΐζω
γραΐδιον, ου (τὸ) [ᾱῐδ] petite vieille, Xén. An. 6, 1, 22 ; Ar. Pl. 536 ; p. contr. γρᾴδιον, Ar. Pl. 674, 688, 1095 ; Dém. 313, 29 ; Philyll. (Ath. 485b).
Étym. dim. de γραΐς.