γραμμοδιδασκαλίδης

γραμμοειδής

γραμμοειδῶς
γραμμο·ειδής, ής, ές, qui a la forme d’une ligne, A. Quint. p. 105 ; P. Alex. Apot. 16, p. 35, l. 2 Boer.
Étym. γραμμή, εἶδος.