Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Γράνιος
γραολογία
γραοπρεπής
γραο·λογία,
ας
(
ἡ
) [
ᾱο
] radotage de vieille femme,
Sext.
M.
1, 141
.
Étym.
γραῦς, λόγος
.