γράω-ῶ

γραώδης

γραωδῶς
γραώδης, ης, ες [] de vieille femme, Str. 16 ; NT. 1 Tim. 4, 7, etc. ||
Cp. -έστερος, Gal. 5, 120b.
Étym. γραῦς, -ωδης.