Γρόνθων

γροσφομάχος

γρόσφος
γροσφο·μάχος, ου () qui combat avec le pilum romain ; οἱ γρ. Pol. 1, 33, 9 ; 6, 21, 7, les Vélites romains.
Étym. γρόσφος, μάχομαι.