Γρυλίων

γρῦλος

Γρῦλος
γρῦλος, ου ()
1 petit porc, Ps.-Zonar. 452 (γρύλλος) ||
2 congre, poisson de mer (cf. γόγρος) ; Nic. et Diph. (Ath. 288c, 356a).
Étym. γρῦ.